φερεμμελίης

φερεμμελίης
φερεμμελίης, ου, , poet. for Φερεμελίας,
A spear-bearing,

φώς Mimn. 14.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερεμμελίης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με δόρυ, δορυφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + μμελίης (< μελία «δόρυ»), πρβλ. εὐ μμελίης. Για το διπλό μ τών τ. αυτών βλ. λ. μελία] …   Dictionary of Greek

  • φερεμμελίην — φερεμμελίης spear bearing masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεμμελίας — φερεμμελίᾱς , φερεμμελίης spear bearing masc acc pl φερεμμελίᾱς , φερεμμελίης spear bearing masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”